- κίβδης
- κίβδης (Α) [κίβδος](κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος, κάπηλος, χειροτέχνης».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… … Dictionary of Greek